Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μονοσιτίη — μονοσιτία eating but one meal a day fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοσιτία — μονοσιτία, ιων. τ. μονοσιτίη, ἡ (Α) [μονόσιτος] το να τρώγει κάποιος μία φορά την ημέρα … Dictionary of Greek